λόρδα

λόρδα
η :

κόβω λόρδα — или (με) κόβει λόρδα — голодать, испытывать сильный голод


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λόρδα" в других словарях:

  • λόρδα — η 1. μεγάλη πείνα 2. φρ. «μέ κόβει λόρδα» ή «κόβω λόρδες» ή «κόβω λόρδα» πεινώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λορδῶ «κυρτώνομαι προς τα εμπρός ή < λώριδα < λωρίδα «ταινία τών εντέρων», ενώ η άποψη κατά την οποία η λ. προήλθε από το λόρδος (από… …   Dictionary of Greek

  • λόρδα — η μεγάλη πείνα: Είχε να φάει τρεις μέρες και τον έκοψε λόρδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»